προμελετώ

προμελετώ
[промэлэто] р. предварительно исследовать, замышлять.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προμελετώ" в других словарях:

  • προμελετώ — προμελετῶ, άω, ΝΜΑ 1. μελετώ κάτι εκ τών προτέρων, προετοιμάζομαι με μελέτη νεοελλ. προσχεδιάζω αξιόποινη πράξη («προμελετημένο έγκλημα») αρχ. 1. αποκτώ μια συνήθεια 2. μέσ. προμελετῶμαι, άομαι (για ασθένεια) είμαι απειλητικός …   Dictionary of Greek

  • προμελετώ — προμελέτησα, προμελετήθηκα, προμελετημένος 1. μελετώ από πριν, προετοιμάζομαι με μελέτη. 2. προσχεδιάζω αξιόποινη πράξη: Έγκλημα προμελετημένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμελέτησις — ήσεως, ἡ, Α [προμελετῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προμελετώ …   Dictionary of Greek

  • απρομελέτητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μελετηθεί ή σχεδιαστεί από πριν 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή προετοιμάσει κάτι εκ των προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προμελετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • καταστρώνω — (AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω) 1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος 2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω,… …   Dictionary of Greek

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • καταστρώνω — κατάστρωσα, καταστρώθηκα, καταστρωμένος, συντάσσω, καταρτίζω, προμελετώ: Κατάστρωσαν το σχέδιο επίθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσχεδιάζω — προσχεδίασα, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος, κάνω σχέδια από πριν, προμελετώ: Προσχεδιασμένο πραξικόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»